συντηκόμενοι

συντηκόμενοι
συντήκω
fuse into one mass: pres part mp masc nom /voc pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συντηκόμενοι — συντήκω fuse into one mass pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανισογαμία — Άνισος, μοργανατικός γάμος, δηλαδή ο νομικά έγκυρος γάμος μεταξύ ενός άντρα βασιλικής γενιάς και μιας γυναίκας χαμηλότερης τάξης, κατά τον οποίο η σύζυγος και τα παιδιά της δεν κληρονομούν τους τίτλους του συζύγου. (Βιολ.) Όρος που αναφέρεται στη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”